επακτός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | επακτός | η | επακτή | το | επακτό |
γενική | του | επακτού | της | επακτής | του | επακτού |
αιτιατική | τον | επακτό | την | επακτή | το | επακτό |
κλητική | επακτέ | επακτή | επακτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | επακτοί | οι | επακτές | τα | επακτά |
γενική | των | επακτών | των | επακτών | των | επακτών |
αιτιατική | τους | επακτούς | τις | επακτές | τα | επακτά |
κλητική | επακτοί | επακτές | επακτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επακτός < αρχαία ελληνική ἐπακτός < ἐπάγω < ἐπί + ἄγω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.paˈktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πα‐κτός
Επίθετο επεξεργασία
επακτός, -ή, -ό
- (λόγιο) που επιβάλλεται απ’ έξω ή από πάνω
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε το θηλυκό επακτή
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- επακτός όρκος: όρκος που επιβάλλεται από τον αντίδικο
- επακτό όργανο: (βοτανική) όργανο που οι ιστοί του έχουν διαμορφωθεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
επακτός
|