Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επακτή οι επακτές
      γενική της επακτής των επακτών
    αιτιατική την επακτή τις επακτές
     κλητική επακτή επακτές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επακτή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου επακτός < αρχαία ελληνική ἐπακτός < ἐπάγω < ἐπί + ἄγω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επακτή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

επακτή

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία