ενσφράγιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενσφράγιστος < (ελληνιστική κοινή ἐνσφραγίζω) ἐνσφραγισ- + -τος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική cacheté)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /enˈsfɾa.ʝi.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐σφρά‐γι‐στος
Επίθετο
επεξεργασίαενσφράγιστος
- (λόγιο) που έχει σφραγιστεί μέσα σε φάκελο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ενσφράγιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας