Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμπέδηση οι εμπεδήσεις
      γενική της εμπέδησης* των εμπεδήσεων
    αιτιατική την εμπέδηση τις εμπεδήσεις
     κλητική εμπέδηση εμπεδήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμπεδήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμπέδηση < αγγλική impedance

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εμπέδηση θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία