↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμπέδηση οι εμπεδήσεις
      γενική της εμπέδησης* των εμπεδήσεων
    αιτιατική την εμπέδηση τις εμπεδήσεις
     κλητική εμπέδηση εμπεδήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμπεδήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εμπέδηση < εμ- + πέδηση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική impedance)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εμπέδηση θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία