φάσορας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φάσορας | οι | φάσορες |
γενική | του | φάσορα | των | φασόρων |
αιτιατική | τον | φάσορα | τους | φάσορες |
κλητική | φάσορα | φάσορες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φάσορας < αγγλική phasor
Ουσιαστικό επεξεργασία
φάσορας αρσενικό
- (μαθηματικά) Μιγαδικός αριθμός του οποίου τo πλάτος και η γωνία αντιστοιχεί στο πλάτος και τη φάση ενός ημιτονικού σήματος.