AC
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- AC < alternating current (en)
Συντομομορφή επεξεργασία
AC (en) αρκτικόλεξο
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- AC < air conditioning (en), εμπορική γραφή: Air Conditioning (en)
Συντομομορφή επεξεργασία
AC (en) αρκτικόλεξο
- κλιματισμός
- (κατ’ επέκταση) air condition (en), εμπορική γραφή: Air Condition (en), κλιματιστικό, αιρκοντίσιον, ερκοντίσιον
Ετυμολογία 3 επεξεργασία
- AC < Altocumulus
Συντομομορφή επεξεργασία
AC (en) αρκτικόλεξο
Πηγές επεξεργασία
- ΟΜΕΟΔΕΚ (2015). Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ). Αθήνα: Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας.