↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εναλλασσόμενο ρεύμα τα εναλλασσόμενα ρεύματα
      γενική του εναλλασσόμενου ρεύματος των εναλλασσόμενων ρευμάτων
    αιτιατική το εναλλασσόμενο ρεύμα τα εναλλασσόμενα ρεύματα
     κλητική εναλλασσόμενο ρεύμα εναλλασσόμενα ρεύματα
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εναλλασσόμενο ρεύμα < εναλλασσόμενο + ρεύμα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική alternating current)

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

εναλλασσόμενο ρεύμα ουδέτερο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία