εναλλασσόμενο ρεύμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εναλλασσόμενο ρεύμα < εναλλασσόμενο + ρεύμα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική alternating current)
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
εναλλασσόμενο ρεύμα ουδέτερο
- (ηλεκτρολογία) τύπος ηλεκτρικού ρεύματος που αλλάζει κατεύθυνση περιοδικά σε αντίθεση με το συνεχές ρεύμα, που ρέει σταθερά προς μία κατεύθυνση.
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εναλλασσόμενο ρεύμα