↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συνεχές ρεύμα τα συνεχή ρεύματα
      γενική του συνεχούς ρεύματος των συνεχών ρευμάτων
    αιτιατική το συνεχές ρεύμα τα συνεχή ρεύματα
     κλητική συνεχές ρεύμα συνεχή ρεύματα
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνεχές ρεύμα < συνεχές + ρεύμα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική direct current)

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

συνεχές ρεύμα ουδέτερο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία