Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελαιοφοβικός η ελαιοφοβική το ελαιοφοβικό
      γενική του ελαιοφοβικού της ελαιοφοβικής του ελαιοφοβικού
    αιτιατική τον ελαιοφοβικό την ελαιοφοβική το ελαιοφοβικό
     κλητική ελαιοφοβικέ ελαιοφοβική ελαιοφοβικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελαιοφοβικοί οι ελαιοφοβικές τα ελαιοφοβικά
      γενική των ελαιοφοβικών των ελαιοφοβικών των ελαιοφοβικών
    αιτιατική τους ελαιοφοβικούς τις ελαιοφοβικές τα ελαιοφοβικά
     κλητική ελαιοφοβικοί ελαιοφοβικές ελαιοφοβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελαιοφοβικός < αγγλική oleophobic < λατινικά oleum + αρχαία ελληνικά φόβος

  Επίθετο επεξεργασία

ελαιοφοβικός, -ή, -ό

  1. αναφέρεται σε υλικό που διαθέτει την ιδιότητα να απωθεί το έλαιο ή το λίπος
    Αυτή η ταμπλέτα διαθέτει ελαιοφοβική επίστρωση για προστασία της οθόνης της από δαχτυλιές

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία