ελαιοαπωθητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελαιοαπωθητικός < έλαιο + -ο- + απωθητικός ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) oleophobic)
Επίθετο
επεξεργασίαελαιοαπωθητικός, -ή, -ό
- αναφέρεται σε υλικό που διαθέτει την ιδιότητα να απωθεί το έλαιο ή το λίπος
- Η οθόνη του κινητού διαθέτει ελαιοαπωθητική επίστρωση για την αποφυγή δακτυλιών.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ελαιοαπωθητικός
|