εκκωφαντικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκκωφαντικός < εκ- + ελληνιστική κοινή κωφαίνω[1] + -τικός < αρχαία ελληνική κωφός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική assourdissant)
Επίθετο
επεξεργασίαεκκωφαντικός, -ή, -ό
- τόσο δυνατός θόρυβος που ξεκουφαίνει
- ένας εκκωφαντικός κρότος και μια φοβερή φονική έκρηξη άλλαξαν σε δευτερόλεπτα το γιορταστικό σκηνικό
- (μεταφορικά) κάτι που είναι πολύ δυνατό
- Ο τίτλος του άρθρου ήταν εκκωφαντικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκκωφαντικός
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.