Ετυμολογία

επεξεργασία

εκκωφαντικά < εκκωφαντικός

  Επίρρημα

επεξεργασία

εκκωφαντικά

  • κατά τρόπο εκκωφαντικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

εκκωφαντικά