deafening
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | deafening |
συγκριτικός | more deafening |
υπερθετικός | most deafening |
Επίθετο
επεξεργασίαdeafening (en)
- εκκωφαντικός
- ⮡ The plane started to take off in a deafening noise.
- Το αεροπλάνο άρχισε να απογειώνεται μέσα σε έναν εκκωφαντικό θόρυβο.
- ⮡ The plane started to take off in a deafening noise.