δυσβίωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δυσβίωση | οι | δυσβιώσεις |
γενική | της | δυσβίωσης* | των | δυσβιώσεων |
αιτιατική | τη | δυσβίωση | τις | δυσβιώσεις |
κλητική | δυσβίωση | δυσβιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δυσβιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δυσβίωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική dysbiosis < αρχαία ελληνική δυσ- + ελληνιστική κοινή βίωσις < αρχαία ελληνική βιόω < βίος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδυσβίωση θηλυκό
- (ιατρική) ανισορροπία ή διαταραχή της σύνθεσης των μικροοργανισμών (βακτηρίων, μυκήτων, ιών κ.λπ.) που βρίσκονται σε έναν οργανισμό, κυρίως στο έντερο, αλλά και σε άλλες περιοχές όπως το δέρμα, το στόμα ή τον κόλπο, που μπορεί να προκληθεί από παράγοντες όπως η διατροφή, η χρήση αντιβιοτικών, οι χρόνιες παθήσεις και άλλοι περιβαλλοντικοί παράγοντες
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Dysbiosis στην αγγλική Βικιπαίδεια