↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσβίωση οι δυσβιώσεις
      γενική της δυσβίωσης* των δυσβιώσεων
    αιτιατική τη δυσβίωση τις δυσβιώσεις
     κλητική δυσβίωση δυσβιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δυσβιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσβίωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική dysbiosis < αρχαία ελληνική δυσ- + ελληνιστική κοινή βίωσις < αρχαία ελληνική βιόω < βίος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δυσβίωση θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Dysbiosis στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις

επεξεργασία