διηγηματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διηγηματικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διηγηματικός
Επίθετο επεξεργασία
διηγηματικός
- που έχει σχέση με το διήγημα, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
=Παράγωγα επεξεργασία
- διηγηματικῶς (επίρρημα)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη διηγέομαι
Πηγές επεξεργασία
- διηγηματικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.