διδάξας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διδάξας & διδάξαντας |
η | διδάξασα | το | διδάξαν |
γενική | του | διδάξαντος & διδάξαντα |
της | διδάξασας & διδαξάσης* |
του | διδάξαντος |
αιτιατική | τον | διδάξαντα | τη | διδάξασα | το | διδάξαν |
κλητική | διδάξας & διδάξαντα |
διδάξασα | διδάξαν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διδάξαντες | οι | διδάξασες | τα | διδάξαντα |
γενική | των | διδαξάντων | των | διδαξασών | των | διδαξάντων |
αιτιατική | τους | διδάξαντες | τις | διδάξασες | τα | διδάξαντα |
κλητική | διδάξαντες | διδάξασες | διδάξαντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ας, -ασα, -αν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'λήξας', Κατηγορία όπως «λήξας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διδάξας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διδάξας, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος διδάσκω
Μετοχή
επεξεργασίαδιδάξας, -ασα, -αν
- μετοχή ενεργητικού αορίστου (δίδαξα) του ρήματος διδάσκω (και ουσιαστικοποιημένο)
- ⮡ ήταν ο πρώτος διδάξας...
Άλλες μορφές
επεξεργασία- διδάξαντας (με νεότερες καταλήξεις)
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διδάξας
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | διδάξᾱς | ἡ | διδάξᾱσᾰ | τὸ | διδάξᾰν |
γενική | τοῦ | διδάξᾰντος | τῆς | διδαξᾱ́σης | τοῦ | διδάξᾰντος |
δοτική | τῷ | διδάξᾰντῐ | τῇ | διδαξᾱ́σῃ | τῷ | διδάξᾰντῐ |
αιτιατική | τὸν | διδάξᾰντᾰ | τὴν | διδάξᾱσᾰν | τὸ | διδάξᾰν |
κλητική ὦ! | διδάξᾱς | διδάξᾱσᾰ | διδάξᾰν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | διδάξᾰντες | αἱ | διδάξᾱσαι | τὰ | διδάξᾰντᾰ |
γενική | τῶν | διδαξᾰ́ντων | τῶν | διδαξᾱσῶν | τῶν | διδαξᾰ́ντων |
δοτική | τοῖς | διδάξᾱσῐ(ν) | ταῖς | διδαξᾱ́σαις | τοῖς | διδάξᾱσῐ(ν) |
αιτιατική | τοὺς | διδάξᾰντᾰς | τὰς | διδαξᾱ́σᾱς | τὰ | διδάξᾰντᾰ |
κλητική ὦ! | διδάξᾰντες | διδάξᾱσαι | διδάξᾰντᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διδάξᾰντε | τὼ | διδαξᾱ́σᾱ | τὼ | διδάξᾰντε |
γεν-δοτ | τοῖν | διδάξᾰ́ντοιν | τοῖν | διδαξᾱ́σαιν | τοῖν | διδαξᾰ́ντοιν |
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύσας' όπως «νομίσας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
επεξεργασίαδιδάξας, -ασα, -αν
- μετοχή ενεργητικού αορίστου (ἐδίδαξα) του ρήματος διδάσκω
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων γενέσεως, 2, 6
- λέγω δ' οἷον τό τε γεννητικὸν καὶ τὸ ὀργανικὸν τῷ γεννωμένῳ· τούτων γὰρ τὸ μὲν ὑπάρχειν δεῖ πρότερον, τὸ ποιητικόν, οἷον τὸ διδάξαν τοῦ μανθάνοντος, τοὺς δ' αὐλοὺς ὕστερον τοῦ μανθάνοντος αὐλεῖν·
- → λείπει η μετάφραση