διαχύτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | διαχύτης | οι | διαχύτες |
γενική | του | διαχύτη | των | διαχυτών |
αιτιατική | τον | διαχύτη | τους | διαχύτες |
κλητική | διαχύτη | διαχύτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.aˈçi.tis/ & /ðʝaˈçi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐χύ‐της ή δια‐χύ‐της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαχύτης αρσενικό
- (τεχνολογία, φωτογραφία) κατασκευή ή συσκευή που συμβάλλει στη διάχυση του φωτός
- (τεχνολογία) κατασκευή ή συσκευή με ειδική μεμβράνη που χρησιμοποιείται για τον αερισμό λυμάτων
- (τεχνολογία) κατασκευή ή συσκευή που συμβάλλει στην αύξηση ή την μείωση της πίεσης ενός υγρού ή αερίου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ διαχύτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)