Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διατομίτης οι διατομίτες
      γενική του διατομίτη των διατομιτών
    αιτιατική τον διατομίτη τους διατομίτες
     κλητική διατομίτη διατομίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διατομίτης < ελληνιστική κοινή Διατομῖται < αρχαία ελληνική διατομή < διατέμνω < διά + τέμνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διατομίτης αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία