διατομίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διατομίτης < ελληνιστική κοινή Διατομῖται < αρχαία ελληνική διατομή < διατέμνω < διά + τέμνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
διατομίτης αρσενικό
- (γεωλογία) ιζηματογενές πέτρωμα που σχηματίζεται από τη συσσώρευση απολιθωμένων διατόμων· έχει πλήθος εφαρμογών ως πληρωτικό υλικό, υλικό διήθησης, μονωτικό, γυαλιστικό, φυσικό παρασιτοκτόνο κ.λπ.
Συγγενικά επεξεργασία
- διάτομα
- → δείτε τις λέξεις άτομο και τέμνω
- → δείτε τη λέξη τριπολῖτις