Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πληρωτικός η πληρωτική το πληρωτικό
      γενική του πληρωτικού της πληρωτικής του πληρωτικού
    αιτιατική τον πληρωτικό την πληρωτική το πληρωτικό
     κλητική πληρωτικέ πληρωτική πληρωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πληρωτικοί οι πληρωτικές τα πληρωτικά
      γενική των πληρωτικών των πληρωτικών των πληρωτικών
    αιτιατική τους πληρωτικούς τις πληρωτικές τα πληρωτικά
     κλητική πληρωτικοί πληρωτικές πληρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πληρωτικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

πληρωτικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία