Δείτε επίσης: διατομή

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα διάτομα
      γενική των διατόμων
    αιτιατική τα διάτομα
     κλητική διάτομα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
διάτομα όπως φαίνονται στο μικροσκόπιο

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάτομα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική diatomées < αρχαία ελληνική διάτομος < διά + τέμνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διάτομα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία