τριπολῖτις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | τριπολῖτις | αἱ | τριπολίτιδες | ||||
γενική | τῆς | τριπολίτιδος | τῶν | τριπολιτίδων | ||||
δοτική | τῇ | τριπολίτιδι | ταῖς | τριπολίτισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | τριπολῖτιν & τριπολίτιδα |
τὰς | τριπολίτιδας | ||||
κλητική ὦ! | τριπολῖτι | τριπολίτιδες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τριπολῖτις < αρχαία ελληνική Τρίπολις (: από την Τριπολίτιδα, από την περιοχή της Τρίπολης της Λιβύης)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατριπολῖτις (επίσης ως: τριπολῖτις γῆ) θηλυκό
- (καθαρεύουσα) (γεωλογία) ιζηματογενές πέτρωμα που γίνεται εύκολα σκόνη σαν κιμωλία, το οποίο προέρχεται από κελύφη πυριτίου των μονοκύτταρων υδρόβιων οργανισμών που ονομάζονται διάτομα· ο διατομίτης, η γη διατόμων (ή διατομική γη)
Πηγές
επεξεργασία- «Diatomaceous earth», Encyclopædia Britannica· πρόσβαση: 2019-09-17.
- «Tripoli» (rock), Encyclopædia Britannica· πρόσβαση: 2019-09-17.
- Ηλίας Πετρόπουλος (2014), Το Άγιο Χασισάκι. Αθήνα: Νεφέλη (1η έκδοση: 1987). ISBN 960-211-103-8, σελ. 178-179 (με αναφορές σε λεξικά των Νικ. Κοντόπουλου, Στέφ. Κουμανούδη και Αντ. Ηπίτη)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατριπολῖτις θηλυκό
- → δείτε τη λέξη τρίπολις
Πηγές
επεξεργασία- τριπολῖτις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.