Δείτε επίσης: τρίπολις
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τριπολῖτις αἱ τριπολίτιδες
      γενική τῆς τριπολίτιδος τῶν τριπολιτίδων
      δοτική τῇ τριπολίτιδι ταῖς τριπολίτισι(ν)
    αιτιατική τὴν τριπολῖτιν
τριπολίτιδα
τὰς τριπολίτιδας
     κλητική ! τριπολῖτι τριπολίτιδες
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τριπολῖτις < αρχαία ελληνική Τρίπολις (: από την Τριπολίτιδα, από την περιοχή της Τρίπολης της Λιβύης)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τριπολῖτις (επίσης ως: τριπολῖτις γῆ) θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τριπολῖτις θηλυκό