↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαπομπευόμενος η διαπομπευόμενη το διαπομπευόμενο
      γενική του διαπομπευόμενου της διαπομπευόμενης του διαπομπευόμενου
    αιτιατική τον διαπομπευόμενο τη διαπομπευόμενη το διαπομπευόμενο
     κλητική διαπομπευόμενε διαπομπευόμενη διαπομπευόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαπομπευόμενοι οι διαπομπευόμενες τα διαπομπευόμενα
      γενική των διαπομπευόμενων των διαπομπευόμενων των διαπομπευόμενων
    αιτιατική τους διαπομπευόμενους τις διαπομπευόμενες τα διαπομπευόμενα
     κλητική διαπομπευόμενοι διαπομπευόμενες διαπομπευόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

διαπομπευόμενος, -η, -ο

  • μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διαπομπεύω
    ⮡  Κάποιοι πρέπει να ένοιωσαν απίστευτη ικανοποίηση βλέποντας τον πάλαι ποτέ ευθυτενή «άνθρωπο του προέδρου» να οδηγείται στις φυλακές του Κορυδαλλού, γερασμένος, κουρασμένος και διαπομπευόμενος.
    ※  Σαν οφειλέτης διαπομπευμένος και γυμνός, υποφέρει μια Χώρα· κι Εσύ, αντί για το ευχαριστώ που της οφείλεις, προσφέρεις λόγια κενά. Καταδικασμένη σε φτώχεια η Χώρα αυτή, που ο πλούτος της κοσμεί Μουσεία: η λεία που Εσύ φυλάττεις. (Γκίντερ Γκρας, για την Ελλάδα του μνημονίου)



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική διαπομπευόμενος διαπομπευομένη τὸ διαπομπευόμενον
      γενική τοῦ διαπομπευομένου τῆς διαπομπευομένης τοῦ διαπομπευομένου
      δοτική τῷ διαπομπευομέν τῇ διαπομπευομέν τῷ διαπομπευομέν
    αιτιατική τὸν διαπομπευόμενον τὴν διαπομπευομένην τὸ διαπομπευόμενον
     κλητική ! διαπομπευόμενε διαπομπευομένη διαπομπευόμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ διαπομπευόμενοι αἱ διαπομπευόμεναι τὰ διαπομπευόμεν
      γενική τῶν διαπομπευομένων τῶν διαπομπευομένων τῶν διαπομπευομένων
      δοτική τοῖς διαπομπευομένοις ταῖς διαπομπευομέναις τοῖς διαπομπευομένοις
    αιτιατική τοὺς διαπομπευομένους τὰς διαπομπευομένᾱς τὰ διαπομπευόμεν
     κλητική ! διαπομπευόμενοι διαπομπευόμεναι διαπομπευόμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διαπομπευομένω τὼ διαπομπευομέν τὼ διαπομπευομένω
      γεν-δοτ τοῖν διαπομπευομένοιν τοῖν διαπομπευομέναιν τοῖν διαπομπευομένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

διαπομπευόμενος, -η, -ον








  Μεταφράσεις

επεξεργασία