διαπομπευόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαδιαπομπευόμενος, -η, -ο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διαπομπεύω
- ⮡ Κάποιοι πρέπει να ένοιωσαν απίστευτη ικανοποίηση βλέποντας τον πάλαι ποτέ ευθυτενή «άνθρωπο του προέδρου» να οδηγείται στις φυλακές του Κορυδαλλού, γερασμένος, κουρασμένος και διαπομπευόμενος.
- ※ Σαν οφειλέτης διαπομπευμένος και γυμνός, υποφέρει μια Χώρα· κι Εσύ, αντί για το ευχαριστώ που της οφείλεις, προσφέρεις λόγια κενά. Καταδικασμένη σε φτώχεια η Χώρα αυτή, που ο πλούτος της κοσμεί Μουσεία: η λεία που Εσύ φυλάττεις. (Γκίντερ Γκρας, για την Ελλάδα του μνημονίου)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαδιαπομπευόμενος, -η, -ον
- (ελληνιστική κοινή) μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διαπομπεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαπομπευόμενος