↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαμπερής η διαμπερής το διαμπερές
      γενική του διαμπερούς* της διαμπερούς του διαμπερούς
    αιτιατική τον διαμπερή τη διαμπερή το διαμπερές
     κλητική διαμπερή(ς) διαμπερής διαμπερές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαμπερείς οι διαμπερείς τα διαμπερή
      γενική των διαμπερών των διαμπερών των διαμπερών
    αιτιατική τους διαμπερείς τις διαμπερείς τα διαμπερή
     κλητική διαμπερείς διαμπερείς διαμπερή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαμπερής < αρχαία ελληνική διαμπερής

  Επίθετο

επεξεργασία

διαμπερής, -ής, -ές

  1. που περνάει από τη μία άκρη μέχρι την άλλη
    ο ασθενής φέρει διαμπερές τραύμα από πυροβόλο όπλο
  2. (συνεκδοχικά) που έχει ανοίγματα σε δύο απέναντι πλευρές, επιτρέποντας, με αυτόν τον τρόπο, τη δίοδο του αέρα ή υγρού από τη μία πλευρά στην άλλη
    ενοικιάζεται διαμπερής κατοικία ευάερη και ευήλια

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / διαμπερής τὸ διαμπερές
      γενική τοῦ/τῆς διαμπεροῦς τοῦ διαμπεροῦς
      δοτική τῷ/τῇ διαμπερεῖ τῷ διαμπερεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν διαμπερ τὸ διαμπερές
     κλητική ! διαμπερές διαμπερές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ διαμπερεῖς τὰ διαμπερ
      γενική τῶν διαμπερῶν τῶν διαμπερῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς διαμπερέσ(ν) τοῖς διαμπερέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς διαμπερεῖς τὰ διαμπερ
     κλητική ! διαμπερεῖς διαμπερ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διαμπερεῖ τὼ διαμπερεῖ
      γεν-δοτ τοῖν διαμπεροῖν τοῖν διαμπεροῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία

διαμπερής < διά + ἀμπείρω < ἀναπείρω < πείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per- (διαπερνώ, διασχίζω)

  Επίθετο

επεξεργασία

διαμπερής, -ής, -ές

  1. που διαπερνάει, που περνάει από τη μία άκρη μέχρι την άλλη, διαπεραστικός
  2. δριμύς