Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαδραστικός η διαδραστική το διαδραστικό
      γενική του διαδραστικού της διαδραστικής του διαδραστικού
    αιτιατική τον διαδραστικό τη διαδραστική το διαδραστικό
     κλητική διαδραστικέ διαδραστική διαδραστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαδραστικοί οι διαδραστικές τα διαδραστικά
      γενική των διαδραστικών των διαδραστικών των διαδραστικών
    αιτιατική τους διαδραστικούς τις διαδραστικές τα διαδραστικά
     κλητική διαδραστικοί διαδραστικές διαδραστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαδραστικός < δια- + δραστικός < δράση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική interactive)

  Επίθετο επεξεργασία

διαδραστικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία