interactive
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
interactive (en)
- διαδραστικός, αλληλεπιδραστικός, διαλογικός
- ⮡ The most popular online games are interactive.
- Τα δημοφιλέστερα ηλεκτρονικά παιχνίδια είναι διαδραστικά.
- ⮡ The most popular online games are interactive.