αλληλεπιδραστικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αλληλεπιδραστικός < αλληλεπίδραση + -τικός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αλληλεπιδραστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αλληλεπίδραση ή αναφέρεται σ' αυτήν
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αλληλεπίδραση
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αλληλεπιδραστικός