δημήτριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
|
Ετυμολογία
επεξεργασία- δημήτριο < (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική cerium < αστεροειδής Ceres από το όνομα της ρωμαϊκής θεάς αντίστοιχης της Δήμητρας
- Το στοιχείο ανακαλύφθηκε και ονομάστηκε το 1803
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδημήτριο ουδέτερο στον ενικό
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δημήτριο | τα | δημήτρια |
γενική | του | δημήτριου & δημητρίου |
των | δημήτριων & δημητρίων |
αιτιατική | το | δημήτριο | τα | δημήτρια |
κλητική | δημήτριο | δημήτρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο, που ανήκει στις λανθανίδες, με ατομικό αριθμό 58 και χημικό σύμβολο το Ce
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- δημήτριο στη Βικιπαίδεια