Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίκυκλος η δίκυκλη το δίκυκλο
      γενική του δίκυκλου της δίκυκλης του δίκυκλου
    αιτιατική τον δίκυκλο τη δίκυκλη το δίκυκλο
     κλητική δίκυκλε δίκυκλη δίκυκλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίκυκλοι οι δίκυκλες τα δίκυκλα
      γενική των δίκυκλων των δίκυκλων των δίκυκλων
    αιτιατική τους δίκυκλους τις δίκυκλες τα δίκυκλα
     κλητική δίκυκλοι δίκυκλες δίκυκλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίκυκλος < δι- + κύκλος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική bicycle)

  Επίθετο επεξεργασία

δίκυκλος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που έχει δυο κύκλους
  2. που έχει δυο ρόδες, δύο τροχούς (για όχημα)
  3. (ουσιαστικοποιημένο) δίκυκλο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία