Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bicycle bicycles

bicycle (en)

ενεστώτας bicycle
γ΄ ενικό ενεστώτα bicycles
αόριστος bicycled
παθητική μετοχή bicycled
ενεργητική μετοχή bicycling

bicycle (en)



Ετυμολογία

επεξεργασία

bicycle < bi- + cycle

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bicycle bicycles

bicycle (fr) αρσενικό