γύπας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γύπας | οι | γύπες |
γενική | του | γύπα | των | γυπών |
αιτιατική | τον | γύπα | τους | γύπες |
κλητική | γύπα | γύπες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γύπας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γύπας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γύψ [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈʝi.pas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γύ‐πας
Ουσιαστικό επεξεργασία
γύπας αρσενικό
Άλλες μορφές επεξεργασία
ιδιωματικά: [2]
άλλη παλιότερη γραφή: γῦπας
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- γύπας στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
γύπας
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γύπας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ γῦπας - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»