Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
vautour vautours

vautour (fr) αρσενικό

  1. (πτηνό) o γύπας
  2. (μεταφορικά) ο άρπαγας