ενικός         πληθυντικός  
vulture vultures

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

vulture (en)

  • (πτηνό) o γύπας, το όρνιο
    ⮡  The vultures are cawing over the carcass.
    Τα όρνια κρώζουν πάνω από το ψοφίμι.