Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγιούπας < α- προτακτικό + γιούπας, διαλεκτικός τύπος του γύπας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγιούπας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • «γῦπας» τόμος 8 (5.2) - Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»