Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γρόμπος οι γρόμποι
      γενική του γρόμπου των γρόμπων
    αιτιατική τον γρόμπο τους γρόμπους
     κλητική γρόμπε γρόμποι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γρόμπος < (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) (άμεσο δάνειο) λατινική grumus (μικρός σωρός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gar- / *ger- (δένω, ενώνω)
ή < ιταλική groppo (κόμπος, γρόμπος) < δημώδης λατινική *cruppo < πρωτογερμανική *kruppaz (σβώλος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *grewb-
ή < σλαβικής προέλευσης гръб (ɡrɤp) < πρωτοσλαβική *gъrbъ (εξόγκωμα, έξαρμα, γρόμπος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γρόμπος αρσενικό

  1. εξόγκωμα δέρματος
     συνώνυμα: έξαρμα, εξόγκωμα
  2. (ιδιωματικό) σβώλος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία