γρόμπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γρόμπος | οι | γρόμποι |
γενική | του | γρόμπου | των | γρόμπων |
αιτιατική | τον | γρόμπο | τους | γρόμπους |
κλητική | γρόμπε | γρόμποι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γρόμπος < (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) (άμεσο δάνειο) λατινική grumus (μικρός σωρός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gar- / *ger- (δένω, ενώνω)
- ή < ιταλική groppo (κόμπος, γρόμπος) < δημώδης λατινική *cruppo < πρωτογερμανική *kruppaz (σβώλος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *grewb-
- ή < σλαβικής προέλευσης гръб (ɡrɤp) < πρωτοσλαβική *gъrbъ (εξόγκωμα, έξαρμα, γρόμπος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγρόμπος αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασία- γρούμπος (ιδιωματικό)
Συγγενικά
επεξεργασία- γρομπαλάκι (υποκοριστικό)
Μεταφράσεις
επεξεργασία γρόμπος
|