γρομπαλάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γρομπαλάκι | τα | γρομπαλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | γρομπαλάκι | τα | γρομπαλάκια |
κλητική | γρομπαλάκι | γρομπαλάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γρομπαλάκι < υποκοριστικό του γρόμπος
Ουσιαστικό επεξεργασία
γρομπαλάκι ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γρομπαλάκι
|