γρουμπούλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γρουμπούλι | τα | γρουμπούλια |
γενική | του | γρουμπουλιού | των | γρουμπουλιών |
αιτιατική | το | γρουμπούλι | τα | γρουμπούλια |
κλητική | γρουμπούλι | γρουμπούλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γρουμπούλι < μετατροπή από «ο» σε «ου» του γρομπούλι < γρόμπος + υποκοριστικό επίθημα -ούλι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγρουμπούλι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) (οικείο) εξόγκωμα, πρήξιμο, σβώλος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γρουμπούλι
|