γλυκόλογος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γλυκόλογος < μεσαιωνική ελληνική γλυκόλογος < γλυκός + λόγος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣliˈko.lo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλυ‐κό‐λο‐γος
Επίθετο επεξεργασία
γλυκόλογος, -η, -ο
- για λόγια που γλυκαίνουν, όταν λέγονται
- άνθρωπος γλυκομίλητος
- (ουσιαστικοποιημένο) γλυκόλογο
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γλυκόλογος
|
Πηγές επεξεργασία
- γλυκόλογος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)