↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γενίτσαρος οι γενίτσαροι
      γενική του γενίτσαρου
γενιτσάρου
των γενίτσαρων
γενιτσάρων
    αιτιατική τον γενίτσαρο τους γενίτσαρους
γενιτσάρους
     κλητική γενίτσαρε γενίτσαροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γενίτσαρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γενίτσαρος[1] / γιανίτσαρος < οθωμανική τουρκική یڭیچری (τουρκική yeniçeri / yaniçari) < یڭی‎ (yeñi), yeni (νέος) +‎ چری‎ (çeri), çeri (στρατιώτης)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʝeˈni.t͡sa.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐νί‐τσα‐ρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γενίτσαρος αρσενικό

  1. (ιστορία, στρατιωτικός όρος) στρατιώτης του οθωμανικού πεζικού, που ανήκε σε επίλεκτο σώμα που το αποτελούσαν σε μικρή ηλικία εξισλαμισμένοι Χριστιανοί (δείτε και παιδομάζωμα)
    ⮡  επίθεση γενιτσάρων
  2. (μεταφορικά, κατ’ επέκταση) κάποιος που συμπεριφέρεται και ενεργεί με φανατισμό, βία, μισαλλοδοξία και αντεκδίκηση

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

επώνυμα:

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γενίτσαρος αρσενικό