↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νιζάμης οι νιζάμηδες
      γενική του νιζάμη των νιζάμηδων
    αιτιατική τον νιζάμη τους νιζάμηδες
     κλητική νιζάμη νιζάμηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νιζάμης < νιζάμ(ι) + -ης ή απευθείας άμεσο δάνειο από την οθωμανική τουρκική نظام στη σημασία: στρατιώτης τακτικού στρατού (τουρκική nizam) + -ης < αραβική نِظَام (niẓām, οργάνωση, τάξη)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /niˈza.mis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νι‐ζά‐μης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νιζάμης αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία