نظام
Αραβικά (ar)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- نظام < ρίζα ن ظ م (n-ẓ-m)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
نظام (نِظَام) (ar) (niẓām) αρσενικό
ΑπόγονοιΕπεξεργασία
نظام (αραβικά)
- ↷ οθωμανικά τουρκικά: نظام (nizam)
Οθωμανικά τουρκικά (ota)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- نظام ήδη από το 1330 < (άμεσο δάνειο) αραβική نِظَام (niẓām, οργάνωση, τάξη)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
- σειρά από διατεταγμένα πράγματα
- τάξη, οργάνωση
- σύστημα νόμων ή νόμοι σχετικοί με οργάνωση
- (στρατιωτικός όρος) τακτικός στρατός
- (στρατιωτικός όρος) στρατιώτης τακτικού στρατού
- (αστρονομία) τα αστέρια του Ωρίωνα
- τίτλος Μεγάλων Βεζίρηδων
ΑπόγονοιΕπεξεργασία
- → δείτε τους απογόνους της αραβικής λέξης نظام
ΠηγέςΕπεξεργασία
- σελ. 2088 - Redhouse, James W. (1890) A Turkish and English Lexicon. (Τουρκικό [οθωμανικό] και αγγλικό λεξικό) Κωνσταντινούπολη: A. H. Boyajian. (ανατύπωση).
- nizam - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Sevan Nişanyan