Ετυμολογία

επεξεργασία
نظام < ρίζα ن ظ م‎ (n-ẓ-m)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ni.ðˤaːm/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

نظام (نِظَام) (ar) (niẓām) αρσενικό

  1. σύστημα, οργάνωση
  2. μέθοδος
  3. εξουσία

Απόγονοι

επεξεργασία

نظام (αραβικά)

οθωμανικά τουρκικά: نظام (nizam)
τουρκικά: nizam
νέα ελληνικά: νιζάμι, νιζάμης
περσικά: نظام (nezâm)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
نظام ήδη από το 1330 < (άμεσο δάνειο) αραβική نِظَام (niẓām, οργάνωση, τάξη)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
  1. σειρά από διατεταγμένα πράγματα
  2. τάξη, οργάνωση
  3. σύστημα νόμων ή νόμοι σχετικοί με οργάνωση
  4. (στρατιωτικός όρος) τακτικός στρατός
  5. (στρατιωτικός όρος) στρατιώτης τακτικού στρατού
  6. (αστρονομία) τα αστέρια του Ωρίωνα
  7. τίτλος Μεγάλων Βεζίρηδων

Απόγονοι

επεξεργασία
  • → δείτε τους απογόνους της αραβικής λέξης نظام
  • σελ. 2088 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).
  • nizam - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν