Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

nizam < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική نظام < αραβική نِظَام (niẓām, οργάνωση, τάξη)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

nizam (tr)

  1. τάξη, οργάνωση
  2. (παρωχημένο, στρατιωτικός όρος) τακτικός στρατός στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
  3. (παρωχημένο, στρατιωτικός όρος) στρατιώτης αυτού του τακτικού στρατού

  Πηγές επεξεργασία