nizam
Τουρκικά (tr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- nizam < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική نظام < αραβική نِظَام (niẓām, οργάνωση, τάξη)
Ουσιαστικό επεξεργασία
nizam (tr)
- τάξη, οργάνωση
- (παρωχημένο, στρατιωτικός όρος) τακτικός στρατός στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
- (παρωχημένο, στρατιωτικός όρος) στρατιώτης αυτού του τακτικού στρατού
Πηγές επεξεργασία
- nizam - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν