Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νιζάμη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
νιζάμι
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
niˈza.mi
/
ομόηχο
:
νιζάμι
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
νιζάμη
αρσενικό
γενική
,
αιτιατική
και
κλητική
ενικού
του
νιζάμης