Δείτε επίσης: νιζάμι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /niˈza.mi/
ομόηχο: νιζάμι

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

νιζάμη αρσενικό