↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξισλαμισμένος η εξισλαμισμένη το εξισλαμισμένο
      γενική του εξισλαμισμένου της εξισλαμισμένης του εξισλαμισμένου
    αιτιατική τον εξισλαμισμένο την εξισλαμισμένη το εξισλαμισμένο
     κλητική εξισλαμισμένε εξισλαμισμένη εξισλαμισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξισλαμισμένοι οι εξισλαμισμένες τα εξισλαμισμένα
      γενική των εξισλαμισμένων των εξισλαμισμένων των εξισλαμισμένων
    αιτιατική τους εξισλαμισμένους τις εξισλαμισμένες τα εξισλαμισμένα
     κλητική εξισλαμισμένοι εξισλαμισμένες εξισλαμισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξισλαμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξισλαμίζω

εξισλαμισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εξισλαμίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία