Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξισλαμισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξισλαμισμέν
ος
η
εξισλαμισμέν
η
το
εξισλαμισμέν
ο
γενική
του
εξισλαμισμέν
ου
της
εξισλαμισμέν
ης
του
εξισλαμισμέν
ου
αιτιατική
τον
εξισλαμισμέν
ο
την
εξισλαμισμέν
η
το
εξισλαμισμέν
ο
κλητική
εξισλαμισμέν
ε
εξισλαμισμέν
η
εξισλαμισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξισλαμισμέν
οι
οι
εξισλαμισμέν
ες
τα
εξισλαμισμέν
α
γενική
των
εξισλαμισμέν
ων
των
εξισλαμισμέν
ων
των
εξισλαμισμέν
ων
αιτιατική
τους
εξισλαμισμέν
ους
τις
εξισλαμισμέν
ες
τα
εξισλαμισμέν
α
κλητική
εξισλαμισμέν
οι
εξισλαμισμέν
ες
εξισλαμισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξισλαμισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εξισλαμίζω
Μετοχή
επεξεργασία
εξισλαμισμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
εξισλαμίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξισλαμισμένος
γαλλικά
:
islamisé
(fr)