Ετυμολογία

επεξεργασία
εξισλαμίζω < εξ- + ισλάμ + -ίζω

εξισλαμίζω (παθητική φωνή: εξισλαμίζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία