εξισλαμισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξισλαμισμός < εξισλαμίζ(ω) + -μός
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξισλαμισμός αρσενικό
- (θρησκεία) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξισλαμίζω, η προσχώρηση στη μουσουλμανική θρησκεία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξισλαμισμός