γαϊτανάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γαϊτανάκι | τα | γαϊτανάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | γαϊτανάκι | τα | γαϊτανάκια |
κλητική | γαϊτανάκι | γαϊτανάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γαϊτανάκι < γαϊτάνι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαϊτανάκι ουδέτερο
- αποκριάτικο έθιμο αλλά και παιχνίδι, όπου οι άνθρωποι παίρνουν την άκρη από ένα μακρύ κορδόνι που το άλλο άκρο του είναι στερεωμένο σε ένα κεντρικό κοντάρι και γυρνούν γύρω-γύρω ή κάνουν συγκεκριμένες κινήσεις, ώστε να πλεχθεί κανονικό γαϊτάνι σαν πλεξούδα
- είδος χορού που χορεύεται κατά την τέλεση του εθίμου
- (νεολογισμός) διαπλοκή συμφερόντων (ίσως από το ομαδικό πλέξιμο της κορδέλας)
- (νεολογισμός) το μπλέξιμο, η αλληλουχία γεγονότων που το ένα φέρνει αναπότρεπτα το άλλο, για αλυσιδωτές αντιδράσεις που απολήγουν σε κάτι ή έχουν ίσως εξαρχής ένα συγκεκριμένο κοινό στόχο
- οδηγήθηκα σε αυτή την απόφαση από ένα γαϊτανάκι γεγονότων και συμπεριφορών
- (νεολογισμός) αμεριμνησία
- ο κόσμος χάνεται κι εσύ το γαϊτανάκι σου
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γαϊτάνι
Δείτε επίσης
επεξεργασία- γαϊτανάκι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία γαϊτανάκι