Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαϊτανάκι τα γαϊτανάκια
      γενική
    αιτιατική το γαϊτανάκι τα γαϊτανάκια
     κλητική γαϊτανάκι γαϊτανάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαϊτανάκι < γαϊτάνι + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαϊτανάκι ουδέτερο

  1. αποκριάτικο έθιμο αλλά και παιχνίδι, όπου οι άνθρωποι παίρνουν την άκρη από ένα μακρύ κορδόνι που το άλλο άκρο του είναι στερεωμένο σε ένα κεντρικό κοντάρι και γυρνούν γύρω-γύρω ή κάνουν συγκεκριμένες κινήσεις, ώστε να πλεχθεί κανονικό γαϊτάνι σαν πλεξούδα
  2. είδος χορού που χορεύεται κατά την τέλεση του εθίμου
  3. (νεολογισμός) διαπλοκή συμφερόντων (ίσως από το ομαδικό πλέξιμο της κορδέλας)
     συνώνυμα: συνωμοσία
    γαϊτανάκι για να πτωχεύσει η Ελλάδα
  4. (νεολογισμός) το μπλέξιμο, η αλληλουχία γεγονότων που το ένα φέρνει αναπότρεπτα το άλλο, για αλυσιδωτές αντιδράσεις που απολήγουν σε κάτι ή έχουν ίσως εξαρχής ένα συγκεκριμένο κοινό στόχο
    οδηγήθηκα σε αυτή την απόφαση από ένα γαϊτανάκι γεγονότων και συμπεριφορών
  5. (νεολογισμός) αμεριμνησία
    ο κόσμος χάνεται κι εσύ το γαϊτανάκι σου

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία