Δείτε επίσης: βροῦχος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvɾu.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρού‐χος

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

βρούχος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βροῦχος (ουδέτερο) < βρύχος (ουδέτερο) < αρχαία ελληνική βρυχάομαι / βρυχῶμαι < (ηχομιμητική λέξη)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βρούχος οι βρούχοι
      γενική του βρούχου των βρούχων
    αιτιατική τον βρούχο τους βρούχους
     κλητική βρούχε βρούχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

βρούχος αρσενικό (και στη δημοτική ουδέτερο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το βρούχος
      γενική
    αιτιατική το βρούχος
     κλητική βρούχος
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

βρούχος ουδέτερο (και αρσενικό)

Συγγενικά επεξεργασία

δημοτική:

κοινή:

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

βρούχος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βροῦχος (αρσενικό) < βροῦκος < ελληνιστική κοινή βροῦκος < πιθανόν βρύκω (ηχομιμητικό)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βρούχος οι βρούχοι
      γενική του βρούχου των βρούχων
    αιτιατική τον βρούχο τους βρούχους
     κλητική βρούχε βρούχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

βρούχος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία