βρούχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈvɾu.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρού‐χος
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- βρούχος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βροῦχος (ουδέτερο) < βρύχος (ουδέτερο) < αρχαία ελληνική βρυχάομαι / βρυχῶμαι < (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βρούχος | οι | βρούχοι |
γενική | του | βρούχου | των | βρούχων |
αιτιατική | τον | βρούχο | τους | βρούχους |
κλητική | βρούχε | βρούχοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
βρούχος αρσενικό (και στη δημοτική ουδέτερο)
- (ιδιωματικό) βρυχηθμός, ήχος όμοιος με βρυχηθμό
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βρούχος | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | το | βρούχος | ||
κλητική | βρούχος | |||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
βρούχος ουδέτερο (και αρσενικό)
- (ιδιωματικό) θόρυβος
- ※ Κι ευτύς ο βουρκωμένος κάμπος με τόσο βρούχος εσείστη (Νίκος Καζαντζάκης, μετάφραση της Θείας Κωμωδίας του Δάντη (Dante), Κόλαση, 3.3.)
Συγγενικά
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- βρούχος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βροῦχος (αρσενικό) < βροῦκος < ελληνιστική κοινή βροῦκος < πιθανόν βρύκω (ηχομιμητικό)
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βρούχος | οι | βρούχοι |
γενική | του | βρούχου | των | βρούχων |
αιτιατική | τον | βρούχο | τους | βρούχους |
κλητική | βρούχε | βρούχοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
βρούχος αρσενικό
- (έντομο) είδος ακρίδας χωρίς φτερά, έντομο της τάξης Κολεόπτερα της οικογένειας των Βρουχιδών που προκαλεί ζημιές σε διάφορα όσπρια
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .