βιταλισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vi.ta.liˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐τα‐λι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιταλισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει ότι τα βιολογικά φαινόμενα οφείλονται σε μια ανεξήγητη επιστημονικά κρυφή ζωτική δύναμη ή αρχή (vis vitalis)
Συγγενικά επεξεργασία
- βιταλιστικός
- → δείτε τη λέξη vis