Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βιταλιστικός η βιταλιστική το βιταλιστικό
      γενική του βιταλιστικού της βιταλιστικής του βιταλιστικού
    αιτιατική τον βιταλιστικό τη βιταλιστική το βιταλιστικό
     κλητική βιταλιστικέ βιταλιστική βιταλιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βιταλιστικοί οι βιταλιστικές τα βιταλιστικά
      γενική των βιταλιστικών των βιταλιστικών των βιταλιστικών
    αιτιατική τους βιταλιστικούς τις βιταλιστικές τα βιταλιστικά
     κλητική βιταλιστικοί βιταλιστικές βιταλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιταλιστικός < βιταλισ(μός) + -τικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vi.ta.li.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βι‐τα‐λι‐στι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

βιταλιστικός -ή -ό

  • που έχει σχέση με τον βιταλισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία