↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιοδιάσπαση οι βιοδιασπάσεις
      γενική της βιοδιάσπασης* των βιοδιασπάσεων
    αιτιατική τη βιοδιάσπαση τις βιοδιασπάσεις
     κλητική βιοδιάσπαση βιοδιασπάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βιοδιασπάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βιοδιάσπαση < βιο- + διάσπαση, (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική biodegradation)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βιοδιάσπαση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • βιοδιάσπασηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)